- προσέῳξεν
- πρόσ-οἴγωopenaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσοίγνυμι — Α ανοίγω και κάτι ακόμη («ἐξῆλθε δὲ ὁ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἴγνυμι «ανοίγω»] … Dictionary of Greek